Μενού Κλείσιμο

Παραφερνάλια

Παραφερνάλια

Μαρ-Απρ 1999: Έκθεση στην αίθουσα τέχνης Κρεωνίδη

PARAFERNALIA: ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΑ ΚΙ ΕΞΑΙΡΕΤΕΑ

Από τα χρόνια της Αναγέννησης, η προοπτική βάσει της οποίας σχεδιαζόταν το είδωλο του κόσμου, προϋπέθετε ένα βασικό κέντρο. Αυτό το κέντρο ανταποκρινόταν στο ανθρώπινο βλέμμα, (εξ ου και “ανθρωποκεντρική προοπτική”), στα μέτρα, τα σταθμά, τις επιφάνειες και το βάθος του ορίζοντα, όπου έφθανε. Και η μεν ψευδαίσθηση έτσι θριάμβευε, οι δε αποστάσεις γίνονταν μετρήσιμες και φυσικομαθηματικά διασφαλίσιμες, για κάθε είδους ανησυχίες.

Η σταθερότητα του θετικισμού μιας τέτοιας αντίληψης προδιέγραψε το παρόν, το παρελθόν, ακόμη και το μέλλον της βεβαιότητας, για ορισμένες απαρασάλευτες αξίες, όπου εάν ο κόσμος και ο χρόνος βρίσκονταν σε δοκιμαστικό σωλήνα, με ρυθμιζόμενη εννοείται τη σχέση τους, χωρίς διαφοροποιήσεις, ποικιλότητες, απροσδόκητα κι αλλαγές), οι αξίες αυτές θα είχαν εκτός της ιστορικής και διαχρονική σημασία.

Ανακαλώ τα χρόνια της Αναγέννησης και μέσα από την προοπτική της παραπέμπω στον ρεαλισμό, γιατί από εκείνη την εποχή και κατόπιν οι δυνατότητες του εξαντικειμενισμού, των ποιοτήτων, των συσχετισμών και των μεθόδων της απεικόνισης, όσον αφορά στην πραγματικότητα, ακολούθησαν πολλούς δρόμους. Όσους προσέφερε αυτή η ίδια η πραγματικότητα και κυρίως εκείνη που ο κάθε καλλιτέχνης είχε, εξακολουθώντας μέχρι σήμερα, κάθε φορά να την εκφράζει, με τον δικό του προσωπικό τρόπο, ανταποκρινόμενος στοχαστικά στα ερεθίσματα που δέχεται. Μετά τις εμπειρίες του μοντερνισμού, στις περιπτώσεις που επανακάμπτει ο ρεαλισμός, μέσα από την όποια “αφηγηματικότητα” του θέματος, ποτέ δεν είναι όπως παλαιότερα και ιδιαιτέρους ποτέ δεν αντιμετωπίζεται μέσα από την ίδια οπτική. Αν εξαιρέσει κανείς τις δεκάδες των εκφάνσεων του ρεαλισμού, προκειμένου οι καλλιτέχνες να αποδώσουν αληθοφανέστερα τα ζητούμενα, ακόμα και στις περιπτώσεις ανατροπής του ψευδαισθητικά απεικονιζόμενου αντικατοπτρισμού της πραγματικότητας που αντιμετωπίζουμε, το κέντρο βάρους πέφτει στο πρόσχημα της αναπαραστατικότητας ή στο άλλοθι όσων υποδύεται.

Περισσότερο ενδιαφέρον κερδίζουν ο τρόπος, η χρήση, οι συνάφειες, οι ποιότητες, οι συνειρμοί, οι μεταφορές, οι αλληγορίες και οι συσχετισμοί που υπαγορεύονται από τον εικονισμό του θέματος και όχι τόσο το ίδιο, που μπορεί να υποδηλώσει μέχρι και την υπονόμευση του εαυτού του. Ακόμη, ωστόσο, περισσότερο ενδιαφέρον έλκει η οπτική προσπέλαση, μέσα από την οποία ο δημιουργός οδηγεί το βλέμμα στα επίπεδα, στην χαρακτηρολογία, στο κλίμα, στις ιδιο-συγκρασιακές συχνότητες και στην ατμόσφαιρα που καλλιεργεί το θέμα, αλλάζοντας κάθε φορά την σημασιολογία του.

Στα έργα της Μαρίας Κτιστοπούλου που επιλέγει την ρεαλιστική απόδοση, εντοπίζει κανείς αυτήν την περιπέτεια των βλεμμάτων. Στις παλαιότερες δημιουργικές περιόδους της ζωγράφου, μέσα από απροσδόκητες οπτικές γωνίες, μας συναντούσαν και συναντούσαμε τα πρόσωπα της. κρυμμε’να στους χρόνους και στους μύθους της ιστορίας, μέσα από έργα τέχνης και μνήμης, ανθρώπινης εμπειρίας και διερωτημάτων για την αντοχή της ύπαρξης ανάμεσα στις διακυβευόμενες πάντοτε συναρτήσεις των ισορροπιών τους. Αινιγματικά και γεμάτα απορία βλέμματα, μας έκριναν και τα κρίναμε, συνηγορώντας περισσότερο για όσα έκρυβαν, παρά για όσα άφηναν στις επιφάνειες “ομιλίας” τους να διαφανούν, καθώς πρόσμεναν πάντοτε μια κρίση από εμάς, από τις ψευδαισθήσεις ζωής, τις ματαιότητες των διασφαλίσεων μας και τις ουτοπίες του πραγματικού.

Στην πρόσφατη ενότητα των έργων της, η Μαρία Κτιστοπούλου δεν αλλάζει απλώς τις γωνίες προοπτικής απόδοσης του θέματος της, αλλά και το ίδιο της το θέμα, εφόσον στην ζωγραφική της γλώσσα αυτά τα δύο ταυτίζονται. Παράπλευρα κι εξαιρετέα από το επίκεντρο της καθημερινότητας, παρουσιάζει δευτερεύοντες χώρους του παρασκηνίου, θα λέγαμε, των συνηθειών της ζωής, που σχετίζονται με τα “παραλειπόμενα” της.

Τραπεζαρίες πριν ή μετά το γεύμα, με το φως της ανατολής ή της δύσης του ήλιου, ώρες της ανάπαυσης ή της εγκατάλειψης, στιγμές της προσμονής ή της αναχώρησης, διάδρομοι κι αποθήκες χώροι συναναστροφών κι αποξένωσης με εδώδιμα κι ανθρώπους που καταναλώνονται μέσα από τους μηχανισμούς και τις αδιαφανείς λειτουργίες της καθημερινής πρακτικής ή εκείνης που ποτέ τα φώτα του προσκηνίου δεν τις μετέτρεψαν σε επίκεντρο σπουδαιοφανών ρόλων κι αξιών, προβάλλονται εικαστικά, μέσα από παράγωνες προοπτικές. Σημασία αποκτά, στα εργάτης ζωγράφου η γραμμή του ορίζοντα σ’ αυτά της τα οικόσιτα τοπία, της απομόνωσης και της σιωπής, του φωτός και των λάμψεων, της χροιάς και των αντανακλάσεων, Ο ρεαλισμός ,στην συγκεκριμένη περίπτωση εξυπηρετεί την ευκρίνεια και την καθαρότητα της κάθε φόρμας, στην συνθετική διάταξη της αληθοφάνειας που πρεσβεύει. Το χρώμα και το φως ωστόσο που απαυγάζει, με τονικές διαφοροποιήσεις από επίπεδο σε επίπεδο, φανερώνει το βάθος, την ακτινοβολία, την υποβλητικότητα και την ένταση του διαλόγου των “πραγμάτων”, όταν έχουν μετοικίσει απ’ αυτά οι ψευδαισθήσεις.

Η ζωγράφος, με τα έργα που συνιστούν την πρόσφατη της ενότητα, δεν μας αφηγείται θεματικά “ιστορίες”. Είναι σαν να μας εισάγει από την πίσω πόρτα, μιας σειράς γεγονότων που συμβαίνουν ερήμην των προθέσεων μας. Ερχόμαστε σε επαφή με στιγμές απρόβλεπτες, με λεπτομέρειες αμελητέες, μέσα από την τυχαία σκηνοθεσία των οποίων καλείται ο θεατής όχι να δει, αλλά να υποθέσει τα τεκταινόμενα, που συνήθως και παρά την αμεσότητα και την οικειότητα που προπέμπουν, μπορούν να ακυρώσουν ή να ανατρέψουν τις προβλέψεις μας. Με ετοιμότητα και ζωντάνια, με διάθεση ιχνηλασίας και παράλληλα απροκάλυπτη παρουσίαση του ρεαλιστικά φανερού, (αλλά συνήθως αθέατου κόσμου), παρακολουθούμε μια σειρά από πτυχές του’ μικροπεριβάλλοντος, το οποίο συνιστά την εμπράγματη, εξωλεκτική μας καθημερινή επικοινωνία. Η Μαρία Κτιστοπούλου μετατοπίζει διαρκώς το βλέμμα μας, αλλάζοντας κλίμακες, ατμόσφαιρες κι αποστάσεις, όπως η Αλίκη που ξαφνικά στα έργα αυτά, θαρρείς πως βρίσκεται στην μαγική και περίεργη Χώρα των Πραγμάτων, μιας αναγκαίας καθημερινότητας που συνήθως την λησμονούμε.

Αθηνά Σχινά

Κριτικός & Ιστορικός τέχνης