Μενού Κλείσιμο

Όψεις και ώρες της φύσης I

‘Οψεις και ώρες της φύσης

Έκθεση στην αίθουσα Σκουφά, Νοέμβριος 2007

Οι ώρες στην φύση μετρούν πολλαπλάσια. Παρά τους νόμους της επαναφοράς των φαινομένων, όλα αλλάζουν κι όλα αδιόρατα τροποποιούνται ή ριζικά μεταμορφώνονται. Τίποτε δεν μένει σταθερό και αδιακύμαντο, όσο κι αν αυτό θεωρείται αναμενόμενο, εκτός από την αισιοδοξία πως όλα μπορούν να ξαναγεννηθούν, χωρίς ωστόσο να εγγυώνται το ανεξάντλητο. Η απουσία της προβλεψιμότητας και ο ρόλος του τυχαίου, υπονομεύουν την ασφάλεια της Νευτώνειας κυρίως λογικής, με το παράδοξο να εισβάλλει, ανατρέποντας το γνωστό που αποκαλύπτεται κάθε φορά ως πρωτοφανέρωτο, αφ’ ης στιγμής επιβεβαιώνει την άρση οποιασδήποτε κατοχύρωσης. Ανάλογοι μηχανισμοί εντοπίζονται και στην λειτουργία του υποσυνείδητου. Οι χώροι και οι χρόνοι του διαστέλλονται. Άλλοτε πάλι συστέλλονται, επιδοτώντας την σχετικότητα. Όλα φαντάζουν ίδια κι όλα φωτίζονται μέσα από την διαφορετικότητα τους, με το μη προσδόκιμο νο κυριαρχεί, αναδιαρθρώνοντας συνεχώς αιτίες και αποτελέσματα.

Η Μαρία Κτιστοπούλου έχει χρόνια τώρα αποδείξει τις ικανότητες της να ελέγχει απόλυτα τα υλικά που στην ζωγραφική της διαπραγματεύεται, μέσα απ’τους εκφραστικούς τρόπους που επιλέγει, προκειμένου να απεικονίσει τις ποιότητες και τις ιδιαιτερότητες του κάθε της θέματος που το διερευνά, χωρίς ποτέ νο το εξαντλεί. Εξακολουθεί να την ενδιαφέρει πάντα η πορεία του ενσυνείδητου βλέμματος που μετέωρο αγγίζει κι εξιχνιάζει τα οροτά, στην στιγμιαία τους έκφανση και στα ερωτηματικά που αποκαλύπτει η παρουσία τους. Το φως γίνεται έμψυχο βλέμμα και το βλέμμα κυμαινόμενο φως και αναρυθμιστικος παράγοντας της τονικότητας των χρωμάτων, των εντάσεων και των υφέσεων τους, καθώς η ζωγράφος μέσα από την παραστατικότητα του ρεαλισμού, συνεγείρει την οπτική και ταυτοχρόνως την απτική αίσθηση. Με τον τρόπο αυτό, δεν επιτυγχάνει απλώς την ψευδαίσθηση, αλλά την χρησιμοποιεί ως μέσον για να υποδείξει την σχετικότητα της σε ό,τι ορίζει, με στόχο να ανατρέψει κάθε της κατοχύρωση, διευρύνοντας τα όρια της.

Για την Μαρία Κτιστοπούλου, οι όψεις και οι ώρες της φύσης μετατρέπονται σε έναν λαβύρινθο, μέσα απ’ όπου διέρχεται και μεταστοιχειώνεται η συνείδηση. Οι μετουσιωμένες παρατηρήσεις κι εντυπώσεις της, από τις διάφορες περιηγήσεις της, συνδυάζονται με μνήμες κι εκείνες με αρχετυπικές καταστάσεις και συνειρμούς που φέρνουν στην επιφάνεια επιθυμίες και φόβους για τον χαμένο και ξανακερδισμένο Παράδεισο, ο οποίος καθημερινά απειλείται με εξαφάνιση.

Η γραφή, στα έργα αυτά, είναι σύνθετη. Ο σχεδιαστικός της ρεαλισμός είναι εμποτισμένος με εξπρεσιονιστικά στοιχεία και μια υφέρπουσα δυναμική που διασυνδέει τις αντιθέσεις μέσα από την ποικιλωνυμία και την πολυεπιπεδικότητα ενός ορίζοντα που μεγεθύνει το βάθος όσων το βλέμμα αγγίζει και την ίδια στιγμή μεταμορφώνει. Ο ορίζοντας αυτός συνεχώς στα έργα της Μαρίας Κτιστοπούλου αλλάζει. Την δική της φύση, την προσεγγίζει άλλοτε από χαμηλά σημεία, σαν να γεννιέται το βλέμμα μέσα από τα χόρτα και τα χαμόκλαδα ενός ασπαίροντος μολαταύτα εδάφους, πότε πάλι μέσα από υπερυψωμένα ή διαγώνια πεδία, που αφήνουν το βλέμμα να αγκαλιάζει την ομορφιά και μαζί το μυστήριο, αλλά και την απεραντοσύνη της ανθοφορίας.

Ξέφωτα και γωνιές της πλάσης, εμφανίζουν δέντρα και φυλλώματα που δημιουργούν μια περιδίνηση, την ώρα που ο θάνατος ενώνεται διαλεκτικά με την ζωή κι εκείνη με το απρόσμενο, μετατρέποντας το γνωστό σε ελπιδοφόρο σκίρτημα και το οικείο σε επίμονα πρωτοφανέρωτο γεγονός. Οι κορμοί των δέντρων μετατρέπονται σε αλληγορικές ανθρώπινες παρουσίες και σε «σώματα καμόντων», με εγγραφές πάνω τους τις ιστορίες ενός βίου (ανεξάντλητου άραγε) που εμπεριέχει φθορές, πληγές, τροπές των καιρών, μικρούς ή τελεσίδικους κάποτε θανάτους, με το πείσμα της ζωής να αντιστέκεται ωστόσο στην αφάνεια, μέσα από μια “εξαίφνης” νέα κάθε φορά φανέρωση.

Το φως είναι εκείνο που ουσιαστικά γίνεται ιστορία των θεατών κι αθέατων της φύσης. Μιας ουμανιστικής φύσης που γράφει τον μύθο της μέσα από τις εκδοχές μιας αμφίβολης πραγμα-τικότητας απέναντι στην διάρκεια, η οποία παριστάνεται καθώς διακυβεύεται. Μήπως αυτό όμως δεν είναι και η γοητεία της ζωής, Μια γοητεία, που η Μαρία Κτιστοπούλου την εικονίζει προσεγγίσιμη και ταυτοχρόνως απροσπέλαστη, μέσα από τις διαφάνειες, τις λάμψεις, τις αντανακλάσεις της και κυρίως μέσα από την πολυτιμότητα του αμελητέου ή κάποιας λεπτομέρειας που πάντα λανθάνει. Κι είναι αυτή η λεπτομέρεια, που μέσα απ’ το ύφος, την χροιά της, τον τρόπο απόδοσης της, γίνεται το σημείο απ’ όπου πηγάζει η αίσθηση της αειφορίας την οποία μας μεταδίδει το κάθε έργο της ζωγράφου, προτρέποντας μας να ανανεώνουμε τη σχέση μας με την φύση του εαυτού μας και με αυτήν που μας περιβάλλει.

Αθηνά Σχινά

Κριτικός & ιστορικός τέχνης