Μενού Κλείσιμο

Κατοικίες του Βλέμματος

Κατοικίες του Βλέμματος

Έκθεση στην Αίθουσα Μ.Παπαδοπούλου, Απρίλιος- Μάιος 1995

ΚΑΤΟΙΚΙΕΣ ΤΟΥ ΒΛΕΜΜΑΤΟΣ

Η εικόνα δεν παριστάνει ό,τι φανερώνει, αλλά το αντικαθρέφτισμα όσων το βλέμμα συλλαμβάνει και μορφοποιεί. Επομένως το βλέμμα είναι μέσον και καταλύτης, επισκοπώντας και διεισδύοντας στον κόσμο των φαινομένων, από τον οποίο εξάγει το χάρτη μιας πορείας αντικρυσμάτων της όρασης, βάσει της οποίας συγκροτείται ένα ή περισσότερα είδωλα. Σ’ αυτή την περίπτωση το ρεαλιστικό δεδομένο χρησιμεύει ως πρόσχημα, ακόμη κι ως άλλοθι, υποδεικνύοντας μεταποιημένη μια κατοικία του βλέμματος, εκεί όπου όλες οι περιπέτειες του συναντώνται και μετασχηματίζονται σ` ένα είδος εξαντικειμενισμένης αλληγορίας.

Η Μαρία Κτιστοπούλου ακολουθεί στα έργα της ορισμένες δρομολογήσεις της δυναμικής του βλέμματος, στην προσπάθεια του να συλλάβει μια αλήθεια που συνήθως κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα. Με μια εκπληκτική σχεδιαστική ευχέρεια, η δημιουργός αποτυπώνει όψεις του πραγματικού που υπόκεινται της ψευδαισθητικής αληθοφάνειας. Τα αποτυπώματα της τέχνης και της ζωής τείνουν, στη συγκεκριμένη περίπτοοση, να αγγίξουν το ένα το άλλο, με διάμεσο το τέχνημα της οφθαλμαπάτης και της υπέρβασης των αποστάσεων, όπως είχε υποδείξει με ανάλογο τρόπο ο Leonardo da Vicni στη σύνθεση του της Δημιουργίας του Κόσμου, εκείνο το μοναδικό πλησίασμα των ανθρώπινων και θεϊκών δυνατοτήτων. Των δυνατοτήτων που αποκάλυπταν την παραλληλία δυο διαφορετικών νομοτελειών, μέσα από τα πλαίσια της υπέρβασης τους, εν ονόματι του μύθου της τέχνης και της πρόδηλης εντέλει ματαιότητας των εγκόσμιων.

Η Μαρία Κτιστοπούλου δεν ενδιαφέρεται απλώς γι’ αυτήν τη σύγκλιση, αλλά για τα όρια πραγμάτωσης της που την κάνουν πειστική, στο βαθμό που η αλήθεια εκδηλώνεται με μεταιχμιακό τρόπο, ως μια διάμεση κατάσταση. Μια κατάσταση στην οποία πιστοποιείται η ταύτιση του βλέμματος και του φωτός, της παρουσίας δηλαδή των ειδώλων από την πλευρά της εσωτερικής δικής τους και της εξωτερικής δικής μας θέασης. Πρόκειται για μια ισορροπία δυσδιάκριτων αποστάσεων, η οποία στηρίζεται στις επιφάνειες των διαδραματιζομένων που υποδεικνύουν κοινούς τόπους συνάντησης στα έργα της Μ. Κτιστοπούλου.

Η δημιουργός έχει επεξεργασμένα εντάξει το objet trouv?e στη ζωγραφική της, που για το λόγο αυτό αποκτά στοιχεία αναγλυφικότητας, συνδιαλεγόμενα με προοπτικούς σχηματισμούς. Οι παράμετροι αλήθειας και πλαστότητας της τέχνης και της ζωής, του παρελθόντος και του παρόντος, του ευρήματος και του τεχνήματος, μέσα από τις οριακές σχέσεις που αποκτούν, υποκαθιστούν στις συνθέσεις της Μ. Κτιστοπούλου, η μια την άλλη. Τα πρόσωπα βλέπουν και βλέπονται τείνοντας να ενοποιήσουν τον ε’ναν κόσμο με τον άλλον, αφού τα σύνορα τους καταλύονται.

Το βλέμμα κερδίζει μια γεφυροποιητική διάσταση των αποστάσεων, διατηρώντας όλη την ψυχοδυναμική του ενέργεια. Πρόσωπα που έρχονται στο πεδίο θέασης μέσα από το αντιφέγγισμα της παρουσίας τους, εμφανίζονται απροσδόκητα σαν να αποκαλύπτουν αποσπάσματα από χαμένες και ξανακερδισμένες ιστορίες που αποπλύθηκαν από τον χρόνο, ενώ η μνήμη διατήρησε τα ίχνη τους, για να τα παρουσιάσει αναμορφωμένα μέσα από μια σειρά αντικατοπτρισμών.

Πίσω από πόρτες, κιγκλιδώματα, θυρώματα και μέσα από απρόσμενα ξέφωτα ενός σκοταδιού, γεμάτου ψιθύρους από λησμονημένα οράματα και επιθυμίες κρυφές, γράφονται με χρώματα και μορφές, μικρά, θαμπά σενάρια ζωής. Μιας ζωής που απε’δρασε, αφήνοντας στο πέρασμα τα ψήγματα της. Δεκάδες βλέμματα κυκλοφορούν πίσω από ένα χώρο παρασκηνιακό και ξεχασμένο, που η αφή ταυτιζόμενη ψευδαισθητικά με την όραση τον ανακαλεί. Εκεί υπάρχουν αναβλύζοντα βλέμματα που δηλώνουν τραύματα απ’ την παραδοξότητα της ζωής, που υπαινίσσονται ακόμη αινίγματα και απορίες για ό,τι είδαν κι εγνώρισαν, για όσα πίστεψαν και διαψεύστηκαν.

Είναι βλέμματα που προσομοιάζουν με τα αειθαλή και τα φυλλοβόλα φυτά, βλέμματα /νεύματα και βλέμματα της συμπεριφοράς και της χειρονομίας, βλέμματα που συναντούν τα δικά μας προς στιγμήν, έτοιμα και πάλι να εξαφανιστούν για να αφήσουν πίσω τους Σιβυλλικές οπτασίες. Μπορεί αυτές τις οπτασίες να τις βλέπουμε, μπορεί όμως να μας ξεγελά ακόμη και η ίδια μας η φαντασία.

Η Μαρία Κτιστοπούλου πάνω σ’ αυτό το στοίχημα στοιχειοθέτησε το δικό της μύθο. Με αληθοφάνεια, ρεαλιστικές προφάσεις ή εξπρεσσιονιστικές διαθέσεις, σταχυολόγησε στέγαστρα και κατοικίες του βλέμματος, που το ύφος, τη χροιά και τις εντάσεις του αντικρύζουμε πάνω σε κάτοπτρα, προσπαθώντας να εξιχνιάσουμε τα μυστήρια τους και τα μυστήρια μιας ενδοχώρας. Μιας ενδοχώρας που η δημιουργός μας μυεί και μας προσκαλεί να την μοιραστούμε, πάνω σε ένα οπτικό έδαφος με φερεγγυότητα επισφαλές κι αναγνωριστικό όσων κρύβονται πίσω από τα όποια παραπετάσματα των παρουσιαζόμενων, κάθε φορά, συμβάσεων.

Αθηνά Σχινά

Κριτικός & Ιστορικός τέχνης